|
смеркается #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смеркается? — σουρουπώνει как с (ново)греческого переводится слово σουρουπώνει? — смеркается — αρένα — σβηστός — γέρα — πρυτανεία — κορνάρισμα — κοιλάς — μπλάβος — πίπισμα — λεοντιδεύς — φθειριώ — πολιούχος — μπερμπάντικος — πετεινολαλιά — λέοντας — φουμαρία — δεντρογαλιά — σκουρόχρωμα — χρωματοφόρος — παιδαγωγική — γραμματοθυλάκιον — ανεπαίσθητος |
|||