|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άυλος? — — βρεγμένος — ώμορφος — μνησικακία — πλαισιώνω — στλεγγίζω — προέδραμον — αξεφούρνιστος — σταθμοδείκτης — ασφάλιχτος — ιεροδικείο — εγγύηση — ιεραποστολή — μετριοπάθεια — αιγυπτιακά — γλιτωμός — έπλευσα — αντιμεταθέτω — γαλακτόχρους — ενδωτοσκόπιον — ελίσσομαι — εφηβείον |
|||