|
(αόρ. άμοσα) клясться; άμοσε στά παιδιά του — он поклялся своими детьми #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клясться? — αμόνω как с (ново)греческого переводится слово αμόνω? — клясться — περιγεγραμμένος — θεώρηση — αεικίνητο — κατάνευση — γοναταριά — αποστάκτης — επανασυζητώ — συγγενολόι — συλλογισμένος — διεγέρτης — επιβράχυνση — προάστιο — θηλειάζω — αμμοκονίαση — παραβαρώ — ντερβίσης — αποτσιπωσιά — οπιομανία — ρυτιδώνομαι — ξηραντήρας — διαλεκτός |
|||