Новогреческий словарь
αμόνω
αμόνω
(αόρ. άμοσα)
клясться
;
άμοσε στά παιδιά του — он поклялся своими детьми
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
клясться
? —
αμόνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμόνω
? — клясться
#
(ново)греческий словарь
—
ασχιστός
—
απλοχεράζω
—
βιολετί
—
συνομοσπονδία
—
χαρτόδετος
—
αβασάνιστος
—
κογχικός
—
κατά
—
αγνοώ
—
περιποιέμαι
—
φαληρώτικος
—
θυελλώδης
—
φτερουγητό
—
αριστερόχειρας
—
ενάργεια
—
δρολάπι
—
αίθριο
—
καπνοκαλλιεργεια
—
ελευθέρωμα
—
συντακτικός
—
ουσιαστικό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве