αμόνω

формы словаβ
αμόνω
(αόρ. άμοσα) клясться;
          άμοσε στά παιδιά του — он поклялся своими детьми



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово клясться? — αμόνω
как с (ново)греческого переводится слово αμόνω? — клясться


περιγεγραμμένοςθεώρησηαεικίνητοκατάνευσηγοναταριάαποστάκτηςεπανασυζητώσυγγενολόισυλλογισμένοςδιεγέρτηςεπιβράχυνσηπροάστιοθηλειάζωαμμοκονίασηπαραβαρώντερβίσηςαποτσιπωσιάοπιομανίαρυτιδώνομαιξηραντήραςδιαλεκτός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit