|
противостоять, противоборствовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противостоять? — αντιπαρατάσσομαι как на (ново)греческом будет слово противоборствовать? — αντιπαρατάσσομαι как с (ново)греческого переводится слово αντιπαρατάσσομαι? — противостоять, противоборствовать — δεσμιδωτός — αλεξητήριος — προσεπικυρώνω — χρηματοκρατία — σκυρόστρωση — κατάγω — ψιλούρια — δυσβάσταχτος — προσφυής — αιμορραγώ — ανθρωπολογικά — απομώρανση — ποσπατευτός — φυσιοκρατικός — ηλιοστεφής — αβούητος — αποταχύ — βλακικος — όμοιος — αντρογυναίκα — τσίνουρο |
|||