|
η мед. блефарит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово блефарит? — βλεφαρίτιδα как с (ново)греческого переводится слово βλεφαρίτιδα? — блефарит — κρουσιφλεγής — μαλακισμένος — γυάλα — ανεμίδι — έφαλσις — χωνευτόν — δαμαστήριος — μειοδότρια — διλοχία — αρτοποιείο — προοπτική — οξύς — άγουρα — συννέφιασμα — ανακριβολογώ — επιπεδόκοιλος — αρχινώ — εκατοστός — ξέγνοιαστα — γλυφός — αυτοτιμωρία |
|||