Новогреческий словарь
τουφεκιοφόρος
τουφεκιοφόρος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
τουφεκιοφόρος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
διαρρυθμίζω
—
πεταύρωμα
—
διέπω
—
θεοκόπηλος
—
συναίρεση
—
ερεισματικός
—
αυτοδικαζόμενος
—
ζωϊτσα
—
πολυμέριμνος
—
στεφάνωση
—
ηλιοχρύσωμα
—
αμόργη
—
κάψη
—
επιφαινόμενον
—
κουβαρντοσύνη
—
χρησμοδόχος
—
άσπιτος
—
ασκητικά
—
αναπήδημα
—
γναφέας
—
ανακριτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве