|
η монахиня #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монахиня? — μοναχή как с (ново)греческого переводится слово μοναχή? — монахиня — χάσικος — αλί — παγίδευμα — τσιγκλάω — σταφιδεργοστάσιο — διαγωγή — ανθελονοσιακά — κρεβάτα — μπριτζόλα — υπνοβάτισσα — παλινορθώνω — αμφίζυγος — γροικάω — κεροπάνι — ζαρζαβατικό — ενδώσμωσις — ανυπόσταλτος — πόντιος — κρομμυδόσπορος — αγγειοδιασταλτικό — εκμηδένιση |
|||