|
посыпать чем-л. ; ~ μέ αλεύρι — посыпать мукой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посыпать? — πασπαλώνω как с (ново)греческого переводится слово πασπαλώνω? — посыпать — σουσαμάτος — απυρεξία — ιχνεύω — μαραγκούδικο — αφοσίωση — τρωγάλια — ξεπροβάλλω — ψευτόμαγκας — λαδομπογιάτισμα — απειρόμορφος — καρυδόφυλλο — κατάπλους — Σλαύα — χόλιασμα — ημιμάχιμος — αμυγδαλίτιδα — αναφτερουγιάζω — διέκχυση — θεμελιώδης — υδροχρωματίζω — ενθύμηση |
|||