|
полоть, выпалывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полоть? — ξεβοτανίζω как на (ново)греческом будет слово выпалывать? — ξεβοτανίζω как с (ново)греческого переводится слово ξεβοτανίζω? — полоть, выпалывать — φαρμακοτρίβης — εμβροχή — θερμοστάτης — ακαθάριστος — αφιλοκέρδεια — αεροπλάνο — κατονομάζω — παλιανθρωπιά — κύφωμα — τούρκικα — ενενηκοντούτης — λύομαι — φοντάν — χορεία — πένθος — ελειογενής — βετούλη — μπαμπόγερος — κλαρωτός — αντικαπιταλιστικά — γλυκομεσημέρι |
|||