|
хохотать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хохотать? — χασκογελώ как с (ново)греческого переводится слово χασκογελώ? — хохотать — κάθισμα — φρασεολογικός — αρκουδοτόμαρο — ιθαγενής — μελώδημα — ρεζίλεμα — εκθρόνιση — θηριομάχος — απουργός — τραμπαλίζομαι — ελαφρυντικός — αγουρωπός — προβούλευμα — χαμαλιάτικα — δίυγρος — μετρό — γαλαξίδα — κόντης — καινοθηρία — φέουδο — γάστρα |
|||