|
η закалка, закал (перен.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закалка? — σκληραγωγία как на (ново)греческом будет слово закал? — σκληραγωγία как с (ново)греческого переводится слово σκληραγωγία? — закалка, закал — ακατάποτος — αναγαργαρίζω — φοβέρισμα — απιλογιάζω — νεοπλασματικός — αποφαγωμένος — ξανθομάλλης — ξανοσταίνω — ευκατέργαστος — ριζοφάγος — θερμοπαρακάλιο — ράγιση — αναψήφιση — ξεδώνω — μύλα — αναφύτευση — υλοτόμηση — κεχωρισμένος — πόντος — σκουπιδιάρα — ανθοδοχείο |
|||