|
воинственный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воинственный? — φιλοπόλεμος как с (ново)греческого переводится слово φιλοπόλεμος? — воинственный — μυθολογώ — αραποσίτι — ζαριφλίκι — τυμπανιαίος — στειρολόγημα — τσίτωμο — τάς — εγχυματογενής — σταφυλή — οξύμαχος — εσώρουχο — αντιπήδημα — προπαγανδιστικός — ιχθυόσαυρος — γυροβόλι — μηδείς — μετάνοια — σταυρίδι — εξιδιασμένος — τετράτομος — εξετέθη |
|||