|
η портулак (овощ) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово портулак? — ανδράκλα как с (ново)греческого переводится слово ανδράκλα? — портулак — βλεπόρης — εύλογος — καλάθα — πλεξιά — μιμητής — τρελοκατάσταση — κηλίδα — μοιρολογήτρα — γλωσσοκοπάνα — γυναικάδελφος — τρίγλωσσος — μάμμος — γλοιός — τσουρουφλισμένος — παϊδάκι — ανισοϋψής — αγρίεμα — ψηστιέρα — σκεύασμα — ασύγκριτος — χρένο |
|||