|
η 1) сон; 2) перен. смерть; η ~ τής Θεοτόκου — церк. успение (богородицы) ; ο ναός τής κοιμήσεως τής Θεοτόκου — Успенский собор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сон? — κοίμηση как на (ново)греческом будет слово смерть? — κοίμηση как с (ново)греческого переводится слово κοίμηση? — сон, смерть — αλειμματοκήριον — αλληλεγγυότητα — δικινητήριο — ξανθούλα — κίων — χθεσινός — όμβρος — εξωφρενικός — ανθυγιεινότητα — ονομασιολογία — ξυστήρ — θυμίασις — ημερίδα — χωνί — βραχοτόπι — αρμενιστί — ασυγχρόνιστος — εικοσάρικο — βωλογυρίζω — σπίλος — απόγυρα |
|||