|
το 1) рука (от локтя до плеча); έχει γερά ~α — [phrase]у него крепкие руки [/phrase] (о рабочем) ; πιάνω απ' τό ~ — брать (__кого-л.__) под руку; 2) аршин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рука? — μπράτσο как на (ново)греческом будет слово аршин? — μπράτσο как с (ново)греческого переводится слово μπράτσο? — рука, аршин — σαφηνιστικός — απάντημα — έμβυσμα — γραμματοσυλλέκτης — φορτσάρω — προπαροξύνω — αυτούσιος — οροσειρά — έδωνα — τσεκουρώνω — πανάγαθος — καμακιστής — επικονιασμένος — μεταξοϋφαντουργία — σκοτώνομαι — κλειδοπίνακο — κουλτουριάρα — φλοκάτη — γιακέττα — παραμυθολογώ — αβυθομέτρητος |
|||