|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορειχαλκουργία? — — χρεωλύσιο — στέρεος — παραμικρό — μονόστηλο — αθανασία — λιθάρι — αργοσβήνω — διαγγέλλω — κοτούλα — φάλαινα — αποδυναμωτικός — λογοκριτής — αχυροπιεστικός — αποσπάζω — μαυροκόκκινος — κουτομόγιας — καρούμπα — ακριβαγοράζω — αμυγδαλένιος — χρυσοκεντητής — θρονί |
|||