|
относящийся к делению на слоги; ~ή μέθοδος αναγνώσεως — метод чтения по слогам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к делению на слоги? — συλλαβιστικός как с (ново)греческого переводится слово συλλαβιστικός? — относящийся к делению на слоги — καίω — αιμοστάτης — κουβούσι — αφαλισμός — μπαρούφα — λιμουζίνα — σουρομαδιούμαι — ανασκολοπίζω — σβελτοσύνη — τούλι — μωαμεθανισμός — καφετέρια — δυσκατάπειστος — επιδαψίλευση — γνωρίζομαι — τηλεαυτοματική — απραγματοποίητος — αναιρεσείων — εσώτερος — χορδή — νοομάντις |
|||