|
прям., перен. трезвый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трезвый? — νηφάλιος как с (ново)греческого переводится слово νηφάλιος? — трезвый — Νάρκισσος — πορίζω — γυναικολάτρης — ρεβιζιονιστικός — εξάπτω — μετάλλαξη — ξετίναγμα — ευμέλεια — ακροδακτύλιον — γαριδοσαλάτα — ομωνυμία — αντίλαμπρα — υγρολογία — πιφ — ίσαλος — διπλόσχημος — αβανιοκαμένος — πεδουκλία — μονομαχία — ιατροφιλόσοφος — μελλοντολογία |
|||