Новогреческий словарь
ανασκουμπωμένος
ανασκουμπωμέν|ος
1)
засученный
(о рукавах);
2)
готовый
(к чему-л.);
είμαι ~ γιά καυγά — быть готовым к ссоре
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
засученный
? —
ανασκουμπωμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
готовый
? —
ανασκουμπωμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανασκουμπωμένος
? — засученный, готовый
#
(ново)греческий словарь
—
ντερμπεντέρικα
—
σενάριο
—
ρεύομαι
—
αποκοιμούμαι
—
ευανθής
—
φουρνέλλο
—
αφιλαρχία
—
βρωμογύναικα
—
επισκοπεία
—
αναχωρητήριον
—
ανθρακωρυχείο
—
θερμοχωρητικότης
—
Αλγερίνος
—
εκκάθιση
—
μαλάρια
—
άργυρος
—
φιστικιά
—
από
—
μετάταξη
—
κατρακύλα
—
νεωτεριστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве