|
мед. страдающий демономанией #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страдающий демономанией? — δαιμονομανής как с (ново)греческого переводится слово δαιμονομανής? — страдающий демономанией — παραδεισιακά — απροσπέραστος — νεότερος — γκιζέρι — ανόρκιστος — διάδοχος — χρυσαφής — γονός — χρυσοχοείο — οδοποιητικός — ζώο — παραωριμάζω — ξεβιδώνομαι — βαλτός — κρατήρας — ανίχνευση — αρχοντομαθημένος — αλμπινισμός — παραφωτίς — ψηλάφηση — ηδονοθηρικός |
|||