κλινικός

формы словаβ
κλινικός
в разн. знач. клинический;
          ~ θάνατος — клиническая смерть;
          ~ή εικόνα τής αρρώστιας — клиническая картина болезни



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово клинический? — κλινικός
как с (ново)греческого переводится слово κλινικός? — клинический


κτυπιέμαιχαμοβλέπωγρίλλωμασιδηρούςραδιογραφικόςθορυβώδηςκαλοκαθίζωπαπαδομάνιγεωμετρικόςαντικειμενοποιούμαιακροβολώσφαγείοβροντημόςθρησκευτικάπολυγραφίασυστέλλομαιπροσβατόςεπαγγελματικάροδίτηςεξακόσιοιαρσενικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit