|
в разн. знач. клинический; ~ θάνατος — клиническая смерть; ~ή εικόνα τής αρρώστιας — клиническая картина болезни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клинический? — κλινικός как с (ново)греческого переводится слово κλινικός? — клинический — κτυπιέμαι — χαμοβλέπω — γρίλλωμα — σιδηρούς — ραδιογραφικός — θορυβώδης — καλοκαθίζω — παπαδομάνι — γεωμετρικός — αντικειμενοποιούμαι — ακροβολώ — σφαγείο — βροντημός — θρησκευτικά — πολυγραφία — συστέλλομαι — προσβατός — επαγγελματικά — ροδίτης — εξακόσιοι — αρσενικός |
|||