|
το 1) лисья шкура; 2) лиса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лисья шкура? — αλούπι как на (ново)греческом будет слово лиса? — αλούπι как с (ново)греческого переводится слово αλούπι? — лисья шкура, лиса — ελαττωματικός — κουρνιασμένος — μήλο — εκβιβάζω — αλευροποιείον — κινησιολογία — εκατοστάρικο — ανέζευξα — άνεμος — ψυχοπαίδα — ειδικεύομαι — υπερπροστατευτικά — αγγειακός — άλπειος — οδοντογλύφανο — ενθυμούμαι — χειμωνανθός — στραβοχυμένος — κάτοψη — σωματότυπος — συμπεριλαμβανομένος |
|||