Новогреческий словарь
γαλακτοκομείο
γαλακτοκομείο
το 1)
молочная ферма
;
2)
молокозавод
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
молочная ферма
? —
γαλακτοκομείο
как на
(ново)греческом
будет слово
молокозавод
? —
γαλακτοκομείο
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαλακτοκομείο
? — молочная ферма, молокозавод
#
(ново)греческий словарь
—
αναδρομικότητα
—
κανονικότητα
—
σαπιοκωλάκιας
—
γεφυρόζευγμα
—
μονοπάτι
—
τσικούρι
—
ομιλητικά
—
μετοίκιον
—
πολεοδομούμαι
—
υγιώς
—
αυτοφυώς
—
επιτετηδευμένος
—
εκσπερμάτοση
—
ακρογωνιαίος
—
σχάση
—
κελαϊδιστής
—
ψυχοπονάω
—
τεμπελιά
—
πετροκάραβο
—
βιβρώσκω
—
αφίμωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве