|
το 1) укус (пчелы, осы); 2) бот. прививка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово укус? — κέντρωμα как на (ново)греческом будет слово прививка? — κέντρωμα как с (ново)греческого переводится слово κέντρωμα? — укус, прививка — σταφίδα — γονδολιέρης — υποσέλιδο — πρεσβυωπία — δικόρφος — στεριανός — διόσανθος — απονομή — εκσπώ — αλληλεπιδρώ — αρμός — πρωτοποριακότητα — συρματωτήρας — έλα — ανθοπώλισσα — άθελα — καθαρογράφος — στρειδολόγος — απαλόχνουδος — στεγοποιός — έξαφνα |
|||