|
η воен. батарея #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово батарея? — πυροβολοστοιχία как с (ново)греческого переводится слово πυροβολοστοιχία? — батарея — αναρρουφητό — οργανωτικός — επούρισμα — εκτεθειμένος — δωρητός — συγκοινωνιακός — επιτελείο — μυθολογικός — φαρμακογνωσία — φωτογονικός — κατεργάρισσα — πυγή — ξενύχτιζω — τριπλά — εξαστράπτω — ρέκτης — κερασής — υποπλάτιος — αποφράς — στερεοφωτογραφία — οργανωμένος |
|||