Новогреческий словарь
κρίνο
κρίνο
το бот.
лилия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лилия
? —
κρίνο
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρίνο
? — лилия
#
(ново)греческий словарь
—
θρυμματισμός
—
αναρρωτικός
—
παροχετευτικότητα
—
κουτούλιακας
—
παραμιλάω
—
ντέρτικος
—
απεριτοίχιστος
—
ζυγοδάκτυλος
—
παλιατζήδικο
—
κατάρτι
—
ασυνταύτιστος
—
ψυχαναλυτικός
—
κακομοιρούλης
—
κρυπτογραφώ
—
Παράκλητος
—
ζαβλακώνω
—
φιλόκαλος
—
πελαγοδρομία
—
σατραπισμός
—
ξερόμαντρα
—
γεάνθρακας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве