|
η 1) мед. невроз; 2) бот. жилкование #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово невроз? — νεύρωση как на (ново)греческом будет слово жилкование? — νεύρωση как с (ново)греческого переводится слово νεύρωση? — невроз, жилкование — μέτωρο — επικυριαρχία — ριζικό — γάστρωμα — διχάζω — νυφοθυγατέρα — σιλανσέρ — δρίματα — κοντόμυαλος — ερωτόπουλο — πατάρι — στραγγάλη — επιτεταγμένος — πέδιλο — τηλεγραφήτρια — διπλασίασμα — σχοινοβασία — καταπινάρης — ευπραγία — σφριγηλότητα — αλλεπαλληλία |
|||