|
η 1) бюрократия; 2) волокита #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бюрократия? — γραφειοκρατία как на (ново)греческом будет слово волокита? — γραφειοκρατία как с (ново)греческого переводится слово γραφειοκρατία? — бюрократия, волокита — αναπάντεχα — υπερφυής — άχ — απόρθητος — καλλονή — ενέπρησα — μαντική — τουρκουάζ — ματογυάλια — εκπόμπβυση — κηποτεχνία — ολοκόκκινος — ξορκιστής — συννεφιά — ανθοκράμβη — αγνάντια — δυναμογεννήτρια — απωθώ — ετοιμάζομαι — μακροσκοπία — εκβουτυρώνω |
|||