|
делить, распределять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делить? — επιμερίζω как на (ново)греческом будет слово распределять? — επιμερίζω как с (ново)греческого переводится слово επιμερίζω? — делить, распределять — απεραντολόγος — λοιδορώ — ευεπιφόρως — λειψυδρία — ομοτράπεζος — θριγκός — παπλωματού — ανέγνωρος — φαρμακοπότης — αποδιαβάζω — αζήτητα — αιωνόβιος — αρτοποιός — ερεθιστικά — κόμμοδος — υπερκερωτικός — σαλιαρίστρα — αστερώδης — φίλιππος — ξεφλουδίζομαι — σκυθρωπάζω |
|||