|
η 1) добыча; 2) трофей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово добыча? — λεία как на (ново)греческом будет слово трофей? — λεία как с (ново)греческого переводится слово λεία? — добыча, трофей — δισκίο — νομικός — τζαμώνω — μονοπυρήνωση — ποινικολόγος — χιονοσκεπασμένος — φραγκοσυκιά — τσουρούφλισμα — ανακυκώ — γαύριασμα — νεφέλιο — διδάσκω — προσκήνιο — φθείρ — βάρκα — δρομομετρία — αντιχορηγώ — χρονομετρώ — γιούκος — νιοφούντωτος — πρωταπριλιάτικος |
|||