|
1) совершать (что-л. дурное); 2) ирон. кропать; ~ ποιήματα — кропать стихи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово совершать? — διαπράττω как на (ново)греческом будет слово кропать? — διαπράττω как с (ново)греческого переводится слово διαπράττω? — совершать, кропать — περιστήθιο — κακέκτυπος — προσκτώμαι — λαχανί — φυμάτιο — ανεξάλειφτος — μποτιλιάρισμα — μάργαρος — οινοπνευματομέτρηση — επισφάλεια — ξεσκολισμένος — φοροδιαφυγή — εκλεπτυσμένα — νίψις — δαιμονολατρία — ταβλαδόρος — μπάζα — καταχωρώ — σημαία — άνιφτος — παραδοξολόγημα |
|||