Новогреческий словарь
γερουσιαστικός
γερουσιαστικός
сенаторский, сенатский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сенаторский
? —
γερουσιαστικός
как на
(ново)греческом
будет слово
сенатский
? —
γερουσιαστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
γερουσιαστικός
? — сенаторский, сенатский
#
(ново)греческий словарь
—
αφοσιώνομαι
—
θαρρεύω
—
στραβολαίμιασμα
—
τριτοτόκος
—
αυτοθυσία
—
παρατεταγμένα
—
σκάφανδρο
—
σολέας
—
αναγωγή
—
λαδόκονο
—
διαμαρτία
—
καφετερί
—
τέμπλον
—
σπιθούρι
—
αμετανόητος
—
καταφρονετός
—
κορόμπλο
—
σπεράντσα
—
ψυχοτεχνικός
—
αδηλητηρίαστος
—
απλογραφία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве