|
η 1) пятка; η αχίλλειος ~ — ахиллесова пята; 2) каблук #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пятка? — πτέρνα как на (ново)греческом будет слово каблук? — πτέρνα как с (ново)греческого переводится слово πτέρνα? — пятка, каблук — τόρευμα — τούντρα — οινοχαρής — εναντίωση — ανεξάνθιστος — αιολικός — μάσκα — δυσκατανόητος — ανοσολογία — ζωοψυχολογία — πεπλόγλαυκα — ακολάκευτος — πλημμορίζω — γκάστρι — φιλοποσία — αναβιώνω — άσβόλη — ξανθοψία — δοξαστικός — περιμαζώνω — τρύζω |
|||