|
1. похожий на облако; 2. : ο ~ или τό νεφελοειδές — астр. туманность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово похожий на облако? — νεφελοειδής как с (ново)греческого переводится слово νεφελοειδής? — похожий на облако — ξανοστίζω — τριβόλι — ανερεύνητος — μακροπαράληκτος — ελευθερωτής — γκερδέλι — συνδεκάζω — γυψοπλάστης — υδρολογικός — λεοντάρι — αυτοκινητόδρομος — αποθαρρυντικός — αντάμικος — υπεραφθονία — γραμματικός — πασαίρνω — ξεκωλώνω — Κοράνι — οροσειρά — πλεκτός — ξεσκούντημα |
|||