|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μοιρολατρικά? — — οιστρογόνο — χούγιασμα — παζάρεμα — φθαρμένος — ξευτελίζω — δεκάς — ψυχολατρία — μητροπολίτης — βενζινοπώλης — φενάκη — αμφίσφαιρο — διακρίβωση — λαθρεπιβάτης — φατσικά — ψιαθοπλόκος — φωτοαντίγραφο — καλιμπράρω — προκάλυψη — ψιακώνω — υπαστυνόμος — ιδιαίτερο |
|||