|
το ресница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ресница? — ματοτσίνουρο как с (ново)греческого переводится слово ματοτσίνουρο? — ресница — φρυδάς — κομψογράφος — διόλου — μεταλλωρύχος — γαλακτώδης — ανθρακοποιός — αρχοντοκόριτσο — καλντιρίμι — ανάσκελος — διαθλαστής — ανακοχλάζω — μπαλσάμωμα — μαρτίνι — προνύμφη — τοιουτοτρόπως — μεσοβασιλεία — ιονίζω — γλυκόλογος — προστάτιδα — αμπογιάντιστος — κυρτωμένος |
|||