|
η хим. фенол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фенол? — φαινόλη как с (ново)греческого переводится слово φαινόλη? — фенол — λιθογόμωσις — ζαλιάρης — κορύφωση — εξωτερίκευση — πουλάρι — φανειά — επιναθέτω — άδεια — προσκόλληση — υπεξουσιότητα — αγίαση — φροκαλιά — σενάριο — ματαγίνομαι — διαπεραιώνω — κιβωτιοποιείον — σουρτούκεμα — ομφαλός — αμμωνάλη — αβράχυντος — αερόσφυρα |
|||