|
το фасоль (разновидность) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фасоль? — αμπελοφάσουλο как с (ново)греческого переводится слово αμπελοφάσουλο? — фасоль — λιγόζωος — χλωραιθύλιον — πατσατζήδικο — δοντόπονος — συμπυκνώνω — αχλαδέα — αναθαρρεμένος — επαναταξινόμηση — παρθένος — ίππειος — ακουή — τροπολογία — ξεκουμπίδια! — σιτηρέσιο — δικαιοπάροχος — αναπιάνω — δόλος — ασφυκτικά — προκριματικός — δεικτικός — ταξικά |
|||