Новогреческий словарь
τεχνίτις
τεχνίτις
η 1)
мастер
;
2)
ремесленник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мастер
? —
τεχνίτις
как на
(ново)греческом
будет слово
ремесленник
? —
τεχνίτις
как с
(ново)греческого
переводится слово
τεχνίτις
? — мастер, ремесленник
#
(ново)греческий словарь
—
ηλιόμορφος
—
γλαστερός
—
αγιοποίηση
—
πυριφλεγής
—
μαχαιροπίρουνο
—
επήχθην
—
εκπρόσωπος
—
κονιορτοποιούμαι
—
απρόβλεπτος
—
αντικαλαισθητικός
—
αυτοσχεδίασμα
—
ξομολόγος
—
μισοαδειάζω
—
αδεξιότητα
—
θλιβερός
—
αρχικελευστής
—
συμπτωματικός
—
διακοφτός
—
γυναικίτης
—
επίφυτα
—
θερμομετρογράφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,