|
искусствоведческий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово искусствоведческий? — τεχνοκριτικός как с (ново)греческого переводится слово τεχνοκριτικός? — искусствоведческий — θεόδμητος — βουτυριακή — εικοσιπεντάρι — κεραυνώνω — αποφοιτήσας — καρατομώ — κοραστάρα — κομματιασμένος — τσινίζω — απειρομεγέθως — πικάρομαι — περίβλεπτος — συζευκτικός — νεοφυτικός — ευγνώριστος — καταντικρύ — φιληδονία — συγκοινωνία — ενημερότητα — μοσχοβόλημα — επισανίδωση |
|||