|
видоизменённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово видоизменённый? — παραλλαγμένος как с (ново)греческого переводится слово παραλλαγμένος? — видоизменённый — διπλόη — αρματοδρομίες — ακρότητα — ένθεσις — εκπατρισμός — ρεφενίζω — σουτιέν — Καναδός — γλυκάδι — χαλυβουργία — απτός — αντιφασιστής — λιθοδιάλυση — σαρανταπέντε — δακτυλοδεικτούμενος — δίεση — εορταστής — θρηνώ — δαιμονιόπληκτος — επαλληλία — άσαρκος |
|||