|
(-ειρός) ο, η вошь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вошь? — φθείρ как с (ново)греческого переводится слово φθείρ? — вошь — μπάσσο — ξεπλανεμένος — σαπωνικός — αργυρολαμπής — προδοτικός — εισχωρώ — αγριωμάρα — εξευμένιση — καύτρα — ροδίτης — εθνοσυνέλευση — αναγκαίο — αβδελλώνω — αντεπιτίθεμαι — οικουμενικότης — νεογέννητο — περικόβω — αναγκασμός — αγοραπωλησία — ισοφαρίζω — παρκάκι |
|||