|
чесаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чесаться? — ξυέμαι как с (ново)греческого переводится слово ξυέμαι? — чесаться — συμπονετικός — κεραυνόπληκτος — κατασπάζομαι — λαγόχειλο — αποθαλασσώνομαι — υπέρεισμα — ροβίθι — πασσάλωμα — λαγγάδι — φοινίκι — χρωμάτισμα — ζήτημα — αστριφτος — ψευδόχρυσος — καρμίρης — επίδοξος — δυστύχημα — λιθοτρίπτης — αρχοντικο — εποικώ — εξυγίανση |
|||