|
арго чуять, чувствовать (опасность) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чуять? — σακκουλεύομαι как на (ново)греческом будет слово чувствовать? — σακκουλεύομαι как с (ново)греческого переводится слово σακκουλεύομαι? — чуять, чувствовать — χωριατόπαιδο — μοσχοστάφυλο — βιβλιοκλόπος — ενετικός — ατρυπάνιστος — πυριόβολο — λύνω — δεσμεύομαι — λεμονέα — υδροδιάλυση — ορθογώνιος — ξενύχτισμα — λάμδα — βαλλισμός — αποκωδικοποιώ — απόκαρδος — δρυόξυλο — σκυταλοδρομία — πατερντί — οικειότητα — συρμάτινος |
|||