|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δίπτυχο? — — βάλτωμα — ανοδήγητος — νεροπούλα — διαφερόντως — απροθυμία — πολυγράφηση — ζωτικότητα — ασκοπος — επιπλέω — ανεπίγνωστα — ατιμαστής — βάτος — τραπεζομάντηλο — ζωικός — αυγοκάσα — ξεφύσημα — λεμφαγγείο — καλάθα — εκατομμυριούχος — αντιβασιλεία — σποριαρικος |
|||