|
το бочонок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бочонок? — βουτσέλι как с (ново)греческого переводится слово βουτσέλι? — бочонок — αδιαπίστωτος — προδοτικός — αγέννηγος — προεσπερίδα — ανατολικώς — διαχώριση — υπτίαση — εφτάκοιλο — ηχολογώ — πιθανοκρατία — όμβρος — επείγοντα — ενδέτης — καλός — δημοτικά — ελκύω — λογοκόπος — χιονενιάτη — αφαντασίαστος — αποκεντρώσιμος — εξομοιωτικός |
|||