|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρβουνάκι? — — στεφανωτός — αχαλινωσιά — ανελικτικός — πευκάκι — μάτ — παρωδία — καρναβαλιστής — εθνοσυνέλευση — τείχος — αυτογένεια — άρμεγμα — αρχιψεύταρος — γυναικομάνι — παπυρικός — περιπλέον — περικόπτω — πρύμνα — μπαστουνόβλαχος — οπερεττικός — αγέρωχος — μετεωρίτικος |
|||