Новогреческий словарь
διακινδυνεύω
διακινδυνεύω
рисковать
;
~ τήν ζωήν μου — рисковать своей жизнью
;
~ τά πάντα — рисковать всем
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рисковать
? —
διακινδυνεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διακινδυνεύω
? — рисковать
#
(ново)греческий словарь
—
αερόβιος
—
αχειραγώγητος
—
ευθυμογραφικός
—
κατσικάς
—
φηρίκι
—
αμφιδέτησις
—
ανδριαντοποιία
—
εξώτατος
—
ευέξαπτος
—
σφήνωση
—
αδιαφιλονείκητος
—
λυκοκάντζαρος
—
αγριοότανο
—
διεφθαρμένος
—
κατανεμητής
—
ασυμπόνεστος
—
ελκυστίνδα
—
φωτισμός
—
πλήρης
—
ενδελέχεια
—
πεταλουργείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве