Новогреческий словарь
παρελθών
παρελθών
1)
прошедший, прошлый
;
2) грам. :
~ χρόνος — прошедшее время
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прошедший
? —
παρελθών
как на
(ново)греческом
будет слово
прошлый
? —
παρελθών
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρελθών
? — прошедший, прошлый
#
(ново)греческий словарь
—
εξανίσταμαι
—
τρυπανισμός
—
διασπαράσσω
—
ξεπετάγομαι
—
κοπετός
—
ηλεκτροθεραπευτικός
—
υδροδυναμική
—
προμήκης
—
πέντε
—
μαστέλλο
—
ψυχοσύσταση
—
συγκεκριμενοποιώ
—
επωφελούμαι
—
καταψυγμένος
—
εφήμερος
—
καταλογιστέος
—
αγάληνος
—
ρουφώ
—
ουλαμαγός
—
πολυπράγμων
—
απιθανότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,