|
старушечий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старушечий? — γριίστικος как с (ново)греческого переводится слово γριίστικος? — старушечий — τηγανιστός — συμβαίνει — κυματοβολή — τερπνό — βραχυχρόνιος — συνεισβάλλω — κεντρώνω — ζωοκλοπή — ασωτεύω — απαρατήρητος — γραφοτυπία — σεισμόπληκτος — στυλιζάρισμα — γόφος — νεροποντή — αντιτάσσω — μισότυφλος — διακεκαυμένος — αυλοκόλακας — μπολσεβίκικος — επτάστιχο |
|||